- ἐπότισα
- я напоил
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐπότισα — ποτίζω give to drink aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
напоити — НАПО|ИТИ (63), Ю, ИТЬ гл. Напоить, дать напиться: или скота своѥг‹о не› || напо˫ать Изб 1076, 16–17; млѣка напоихъ васъ (ἐπότισα) ПНЧ 1296, 33 об.; а ˫а поилъ ѥсмь коне тьхвѣрью. а ѥще волховомь напою. ЛН XIII–XIV, 100 об. (1224); и си напоити || … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δακρύζω — (AM δακρύω, Μ και δακρύζω) 1. χύνω δάκρυα, αναβλύζουν δάκρυα από τα μάτια μου 2. (για τα μάτια) γεμίζω δάκρυα 3. (για φυτά) στάζω ρετσίνι ή κόμμι («το πεύκο δακρύζει ρετσίνι») νεοελλ. (για βρύση ή πήλινο δοχείο) βγάζω νερό σαν δάκρυ, σταγόνα,… … Dictionary of Greek
μανίζω — (AM μανίζω) νεοελλ. μσν. 1. μανιάζω 2. εχθρεύομαι 3. προκαλώ θυμό, εξοργίζω κάποιον αρχ. 1. βλάπτω, λυμαίνομαι 2. έχω παραισθήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ἐμάνησαν, γ πληθ. τού παθ. αορ. τού μαίνομαι, σχημάτισε α εν. ἐμάνησα και από αυτό σχηματίστηκε νέος… … Dictionary of Greek